O Κωνσταντίνος Γιακουμίδης γράφει για το τι έχει δεί ως τώρα από την “Βασίλισσα” και σχολιάζει

Η φετινή ΑΕΚ είχε την μοναδική ευκαιρία μέσα στην –θεωρητικά- ίδια σεζόν, να κερδίσει 5 τίτλους. Δύο φορές το Basketball Champions League (το final 8 της προηγούμενης σεζόν και αυτό που ξεκινάει σε λίγες μέρες), το κύπελλο και το πρωτάθλημα Ελλάδος καθώς και τον νεοσύστατο θεσμό του Super Cup ο οποίος λόγω του ότι διεξήχθη λίγο πριν την «αυλαία» των περσινών ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της «Βασίλισσας» αποτελούσε και ιδανική πρόβα τζενεράλε.

Υπήρξε λοιπόν η επιχείρηση αναβάθμισης της ποιότητας της ομάδας (με απόκτηση καλών και έμπειρων παικτών σε προχωρημένη ηλικία) ώστε να είναι σε θέση με την ποιότητά της -και όχι με την ορμή της- να επιβληθεί των αντιπάλων της και να κατακτήσει τα τρόπαια που διεκδικούσε.

Η πρώτη απόπειρα, αυτή της στέψης ως νικήτριας του Super Cup, απέτυχε παταγωδώς. Τα καμπανάκια χτύπησαν με την ήττα στον ημιτελικό από τον Προμηθέα (98-88), αλλά μάλλον η συμπτωματική ήττα του Παναθηναϊκού από το Περιστέρι δημιούργησε την εσφαλμένη εντύπωση πως ο στόχος και των δύο ομάδων ήταν οι ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και υποτίμησαν το Super Cup. Μια νοοτροπία εντελώς λανθασμένη για ομάδα που θέλει να είναι πρώτη σε όλα.

Η αναβάθμιση έδειξε σε μεγάλο βαθμό να πετυχαίνει σε ότι αφορά την ικανότητα της ομάδας στο σκοράρισμα, αλλά για κάποιο λόγο κανείς δεν θορυβήθηκε όσο θα έπρεπε από την αμυντική απόδοση της ομάδας και τους 98 πόντους που δέχτηκε. Όπως κανείς δεν προβληματίστηκε από τα πολλά τρίποντα που επιχείρησε ο αντίπαλος, αλλά κυρίως από την ευστοχία του (15/21). Θεωρήθηκε τυχαίο προφανώς και όχι αποτέλεσμα της επιλογής του προπονητή να αφήσει αρκετά από αυτά αμαρκάριστα.

Στο μικρό τελικό του Super Cup ενάντια στον Παναθηναϊκό η ΑΕΚ γνώρισε ακόμη μία ήττα, αυτή τη φορά με 73-79, σε ένα παιχνίδι που από την στιγμή που δεν κρινόταν κάποιος τίτλος και οι δύο ομάδες το θεώρησαν σαν ευκαιρία να δοκιμάσουν πράγματα εν όψει Χίμκι οι μεν και Νίμπουρκ οι δε. Οι 21 πόντοι του Νέντοβιτς και οι καθοριστικές ενέργειες του Παπαπέτρου που έκριναν τον νικητή πέρασαν απαρατήρητες (!) μαζί με την ανικανότητα της «Βασίλισσας» να σταματήσει τον αντίπαλο, από το να της πάρει την νίκη. Το οξύμωρο είναι πως ο Κατσίβελης που αποκτήθηκε σαν αμυντικό όπλο στο παιχνίδι με τον Προμηθέα αγωνίστηκε 20 λεπτά και με τον Παναθηναϊκό ο προπονητής Παπαθεοδώρου τον άφησε εκτός δωδεκάδας. Μάλλον τα παιχνίδια δεν κερδίζονται από την άμυνα.

Αφήνουμε λοιπόν τις «πρόβες» και τις δοκιμές που κόστισαν το τρόπαιο του Super Cup και ας πάμε στα παιχνίδια του Champions League. Στο πρώτο αγώνα με τη Νίμπουρκ λοιπόν αν και δυσκολεύτηκε η ΑΕΚ κέρδισε. Σε όλο τον αγώνα οι Τσέχοι ήταν κοντά αλλά στο τέλος, όταν με καλάθι και φάουλ του Λοτζέσκι η διαφορά πήγε στους 12 πόντους και κάπου εκεί κατάλαβαν πως δεν θα την κάλυπταν. Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε από αυτόν τον αγώνα είναι πως οι κιτρινόμαυροι έκλεισαν το πρώτο δεκάλεπτο με 6/18 σουτ και πως στο ημίχρονο είχε 5/19 τρίποντα και λιγότερα εκτελεσμένα δίποντα (18). Σημαντικό, βέβαια, ήταν ότι έκανε μόλις τέσσερα λάθη σε 20 λεπτά.

Ο αγώνας με τη Σαραγόσα δεν προσφέρεται για κριτική μιας και όταν γεννάνε και τα κοκόρια του ενός και ο άλλος χάνει παίκτη με τραυματισμό από την αρχή (Σουλάιμον) και πλην του Σίλι όλοι οι υπόλοιποι ήταν σε άσχημη μέρα, λογικό είναι η μια ομάδα να μοιάζει βγαλμένη από το ΝΒΑ.

Έρχεται λοιπόν η στιγμή του τελικού με την Μπούργος, ενός αγώνα που ήταν η άλλη όψη του νομίσματος του παιχνιδιού με την Σαραγόσα. Στο πρώτο δεκάλεπτο η «Βασίλισσα» κατάφερε να προηγηθεί αλλά από την στιγμή που πήραν το προβάδισμα οι Ισπανοί έβλεπε μόνο την πλάτη τους. Τα άσχημα ποσοστά στα σουτ των κιτρινόμαυρων και η εγκληματική επιλογή να αφήνει ελεύθερα σουτ σε παίκτες που μπορεί να μην είναι κλασσικοί σουτέρ, αλλά αν είναι αφύλακτοι όλο και κάτι θα βάλουν έκαναν την διαφορά μόνο να διευρύνεται.

Τα άστοχα μακρινά σουτ θα σκεφτόταν κανείς πως θα έκαναν τον προπονητή να κάνει στροφή στο παιχνίδι εντός ρακέτας για να ροκανίσει την διαφορά. Και όταν λέμε παιχνίδι εννοούμε συνδυασμένες ενέργειες βγαλμένες από σύστημα, με pick n roll και ότι άλλο επιβάλλει η σύγχρονη τακτική προσέγγιση.

Η απάντηση του Ηλία Παπαθεοδώρου σε όλα αυτά ήταν η απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε Ράις και Λάνγκφορντ για ακόμη περισσότερα μακρινά σουτ και καταστάσεις ένας με όλους σας, με ηρωικά μπασίματα που μετά από λίγο κούρασαν τα ταλαιπωρημένα κορμιά των παικτών με τα κίτρινα και η όχι ευτυχή κατάληξή τους θόλωσαν την κρίση τους. Το λεγόμενο street basket που ακόμα και ο Μάικλ Τζόρνταν δεν κέρδιζε πάντα με αυτό και από το οποίο η ΑΕΚ έχει χάσει και άλλες φορές.

Ο προπονητής που επέλεξε ο Μάκης Αγγελόπουλος, είναι ένας άνθρωπος που έχει περάσει από διάφορα στάδια στην καριέρα του, αλλά τέτοιες προκλήσεις με σύλλογο δεν έχει αντιμετωπίσει ξανά. Που σημαίνει ότι μαθαίνει τώρα (στου κασίδη το κεφάλι). Επιπλέον δεν έχει δώσει δείγμα πως μπορεί να χαλιναγωγήσει τον αυθορμητισμό και την υπερεκτίμηση δυνατοτήτων των αστέρων του πάνω στο παιχνίδι, ενώ με αυτά που έχει δείξει ως τώρα το δημιούργημά του φαίνεται να μην υπάρχει εναλλακτική σε περίπτωση που το ματς στραβώσει.

Συνεπώς αναβάθμιση στον τομέα του πάγκου δεν έγινε˙ και χωρίς το κατάλληλο οδηγό όση ιπποδύναμη και να προσφέρει ο κινητήρας, το όχημα εκτός δρόμου θα καταλήξει.

Και τρεις υποσημειώσεις.

Ο Ράις στην προοπτική ενός ευρωπαϊκού τίτλου άλλαξε την γνώμη του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Η απώλεια του τίτλου του στέρησε και το κίνητρο να συνεχίσει.

Η λογική λέει στην θέση του Ράις να αποκτηθεί κάποιος με παρόμοια χαρακτηριστικά. Κάποιος με καλό μακρινό σουτ, με διείσδυση και θάρρος να πάρει το σουτ όταν η μπάλα καίει. Σαν να λέμε τον Βασίλη Τολιόπουλο…

Αποκτήθηκε αντί του (αδικημένου κατ’ εμέ) Χάρη Γιαννόπουλου ο σαφέστατα πιο έμπειρος (και λογικά πιο ακριβός) Ματ Λοτζέσκι. Έλαβε κανείς υπόψη το ιστορικό των τραυματισμών του και πως αυτοί του έχουν στερήσει μια ακόμη πιο μεγάλη καριέρα; Υπάρχει αντι-Λοτζέσκι σε περίπτωση τραυματισμού;